ξεπετιέμαι

ξεπετιέμαι
jaillir

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ξεπετιέμαι — ξεπετιέμαι, ξεπετάχτηκα, ξεπεταγμένος βλ. πίν. 65 και πρβλ. ξεπετάγομαι Σημειώσεις: ξεπετιέμαι – ξεπετάγομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → ξεπηδάω / περνάω στην παιδική ή στη νεανική ηλικία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπετιέμαι — ξεπετάχτηκα, ξεπετα(γ)μένος 1. σηκώνομαι, εμφανίζομαι, ορμώ ξαφνικά: Ξεπετάχτηκε στη μέση του δρόμου ένας λύκος. 2. περνώ τη νηπιακή μου ηλικία: Ξεπετάχτηκαν τα παιδιά μου και δε με κουράζουν τώρα. 3. μπαίνω στη συζήτηση χωρίς να ρωτηθώ: Τι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπετάγομαι — ξεπετάγομαι, ξεπετάχτηκα, ξεπεταγμένος βλ. πίν. 22 και πρβλ. ξεπετιέμαι Σημειώσεις: ξεπετιέμαι – ξεπετάγομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει → ξεπηδάω / περνάω στην παιδική ή στη νεανική ηλικία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατρέχω — (AM ἀνατρέχω) 1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω 2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ νεοελλ. καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι 2. ανιχνεύω, αναζητώ 3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι 4. βλαστάνω, μεγαλώνω 5. εκτείνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αποχέω — ἀποχέω (Α) Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω II. ( ομαι) 1. διασκορπίζομαι χάμω 2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι …   Dictionary of Greek

  • εκπηδώ — ( άω) (AM ἐκπηδῶ) πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο νεοελλ. εμφανίζομαι ξαφνικά αρχ. 1. εξορμώ 2. φεύγω κρυφά 3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι 4. εκτοπίζομαι 5. εκτινάσσομαι 6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • κεντρώνω — (Α κεντρῶ όω, Μ κεντρώνω) [κέντρον] 1. (για έντομα κ.λπ.) τσιμπώ ή τρυπώ με κεντρί, κεντρίζω, αγκυλώνω («αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς» παροιμ. για όσους ενεργούν κρυφά) νεοελλ. 1. (σχετικά με δέντρα) μπολιάζω, βάζω κεντράδι 2.… …   Dictionary of Greek

  • ξεπετάγομαι — και ξεπετάζομαι και ξεπετιέμαι βλ. ξεπετώ …   Dictionary of Greek

  • ξεπετώ — άω 1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ 2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει 3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω 4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές τού… …   Dictionary of Greek

  • ξεφυτρώνω — 1. (για φυτά) αναφύομαι, βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για άνθη) βγαίνω, ξεπετιέμαι, εκφύομαι («και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ άνθη», Κάλβ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απροσδόκητα («από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… …   Dictionary of Greek

  • προαναθρώσκω — Α 1. πηδώ εκ τών προτέρων 2. μτφ. αναφύομαι, ξεπετιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθρῴσκω «αναπηδώ, τινάζομαι προς τα πάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”